διεκδικητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διεκδικητής < διεκδικώ, διεκδικη- + -τής. Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική διεκδικητής.[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.ek.ði.ciˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐εκ‐δι‐κη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διεκδικητής αρσενικό (θηλυκό διεκδικήτρια)
- κάποιος που διεκδικεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διεκδικητής
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ διεκδικητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διεκδικητής αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία
- διεκδικητής - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].