disputer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdisputer (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdisputer (fr)
- μαλώνω κάποιον
- elle l'a disputé parce qu'il était en retard - τον μάλωσε γιατί άργησε
- διεκδικώ
- ils se sont disputé la première place - διεκδίκησαν την πρώτη θέση