Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συζητητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
συζητητ
ής
οι
συζητητ
ές
γενική
του
συζητητ
ή
των
συζητητ
ών
αιτιατική
τον
συζητητ
ή
τους
συζητητ
ές
κλητική
συζητητ
ή
συζητητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
συζητητής
<
ελληνιστική κοινή
συζητητής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συζητητής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
συζητήτρια
)
αυτός
που
συζητάει
κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συζητητής
αγγλικά
:
talker
(en)
γαλλικά
:
discuteur
(fr)
γερμανικά
:
Debattierer
(de)
ιταλικά
:
disputatore
(it)