συζητώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συζητώ < αρχαία ελληνική συζητέω / συζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική discuter)
Ρήμα
επεξεργασίασυζητώ
- αναλύω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους κάτι ή αναζητώ τη λύση ενός προβλήματος
- αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων
- μιλάω με κάποιον άλλον, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, κουβεντιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία- ασυζήτητα
- ασυζητητί
- ασυζήτητος
- πολυσυζητημένος
- πολυσυζητώ
- συζήτηση
- συζητήσιμος
- συζητητής - συζητήτρια
- συζητητικά
- συζητητικός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συζητάω - συζητώ | συζητούσα - συζήταγα | θα συζητάω - συζητώ | να συζητάω - συζητώ | συζητώντας | |
β' ενικ. | συζητάς - συζητείς | συζητούσες - συζήταγες | θα συζητάς - συζητείς | να συζητάς - συζητείς | συζήτα - συζήταγε | |
γ' ενικ. | συζητάει - συζητά - συζητεί | συζητούσε - συζήταγε | θα συζητάει - συζητά - συζητεί | να συζητάει - συζητά - συζητεί | ||
α' πληθ. | συζητάμε - συζητούμε | συζητούσαμε - συζητάγαμε | θα συζητάμε - συζητούμε | να συζητάμε - συζητούμε | ||
β' πληθ. | συζητάτε - συζητείτε | συζητούσατε - συζητάγατε | θα συζητάτε - συζητείτε | να συζητάτε - συζητείτε | συζητάτε - συζητείτε | |
γ' πληθ. | συζητάν(ε) - συζητούν(ε) | συζητούσαν(ε) - συζήταγαν - συζητάγανε | θα συζητάν(ε) - συζητούν(ε) | να συζητάν(ε) - συζητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συζήτησα | θα συζητήσω | να συζητήσω | συζητήσει | ||
β' ενικ. | συζήτησες | θα συζητήσεις | να συζητήσεις | συζήτα - συζήτησε | ||
γ' ενικ. | συζήτησε | θα συζητήσει | να συζητήσει | |||
α' πληθ. | συζητήσαμε | θα συζητήσουμε | να συζητήσουμε | |||
β' πληθ. | συζητήσατε | θα συζητήσετε | να συζητήσετε | συζητήστε | ||
γ' πληθ. | συζήτησαν συζητήσαν(ε) |
θα συζητήσουν(ε) | να συζητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συζητήσει | είχα συζητήσει | θα έχω συζητήσει | να έχω συζητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συζητήσει | είχες συζητήσει | θα έχεις συζητήσει | να έχεις συζητήσει | έχε συζητημένο | |
γ' ενικ. | έχει συζητήσει | είχε συζητήσει | θα έχει συζητήσει | να έχει συζητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συζητήσει | είχαμε συζητήσει | θα έχουμε συζητήσει | να έχουμε συζητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συζητήσει | είχατε συζητήσει | θα έχετε συζητήσει | να έχετε συζητήσει | έχετε συζητημένο | |
γ' πληθ. | έχουν συζητήσει | είχαν συζητήσει | θα έχουν συζητήσει | να έχουν συζητήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συζητημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συζητημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συζητημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συζητημένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συζητούμαι - συζητιέμαι | συζητιόμουν(α) | θα συζητούμαι - συζητιέμαι | να συζητούμαι - συζητιέμαι | ||
β' ενικ. | συζητείσαι - συζητιέσαι | συζητιόσουν(α) | θα συζητείσαι - συζητιέσαι | να συζητείσαι - συζητιέσαι | ||
γ' ενικ. | συζητείται - συζητιέται | συζητούνταν - συζητιόταν(ε) | θα συζητείται - συζητιέται | να συζητείται - συζητιέται | ||
α' πληθ. | συζητιόμαστε - συζητούμαστε | συζητιόμασταν - συζητιόμαστε | θα συζητιόμαστε - συζητούμαστε | να συζητιόμαστε - συζητούμαστε | ||
β' πληθ. | συζητείστε - συζητιέστε - συζητιόσαστε | συζητιόσασταν - συζητιόσαστε | θα συζητείστε - συζητιέστε - συζητιόσαστε | να συζητείστε - συζητιέστε - συζητιόσαστε | συζητείστε - συζητιέστε | |
γ' πληθ. | συζητούνται - συζητιούνται - συζητιόνται | συζητούνταν - συζητιόνταν(ε) - συζητιούνταν - συζητιόντουσαν | θα συζητούνται - συζητιούνται - συζητιόνται | να συζητούνται - συζητιούνται - συζητιόνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συζητήθηκα | θα συζητηθώ | να συζητηθώ | συζητηθεί | ||
β' ενικ. | συζητήθηκες | θα συζητηθείς | να συζητηθείς | συζητήσου | ||
γ' ενικ. | συζητήθηκε | θα συζητηθεί | να συζητηθεί | |||
α' πληθ. | συζητηθήκαμε | θα συζητηθούμε | να συζητηθούμε | |||
β' πληθ. | συζητηθήκατε | θα συζητηθείτε | να συζητηθείτε | συζητηθείτε | ||
γ' πληθ. | συζητήθηκαν συζητηθήκαν(ε) |
θα συζητηθούν(ε) | να συζητηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συζητηθεί | είχα συζητηθεί | θα έχω συζητηθεί | να έχω συζητηθεί | συζητημένος | |
β' ενικ. | έχεις συζητηθεί | είχες συζητηθεί | θα έχεις συζητηθεί | να έχεις συζητηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συζητηθεί | είχε συζητηθεί | θα έχει συζητηθεί | να έχει συζητηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συζητηθεί | είχαμε συζητηθεί | θα έχουμε συζητηθεί | να έχουμε συζητηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συζητηθεί | είχατε συζητηθεί | θα έχετε συζητηθεί | να έχετε συζητηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συζητηθεί | είχαν συζητηθεί | θα έχουν συζητηθεί | να έχουν συζητηθεί |