Δείτε επίσης: συζητῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

συζητώ

  1. αναλύω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους κάτι ή αναζητώ τη λύση ενός προβλήματος
  2. αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων
  3. μιλάω με κάποιον άλλον, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, κουβεντιάζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία