Δείτε επίσης: συζητῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συζητώ < αρχαία ελληνική συζητέω / συζητῶ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική discuter)

  Ρήμα επεξεργασία

συζητώ

  1. αναλύω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους κάτι ή αναζητώ τη λύση ενός προβλήματος
  2. αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων
  3. μιλάω με κάποιον άλλον, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, κουβεντιάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία