Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
debate debates

debate (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η συζήτηση, ο επίσημος διάλογος με ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα σε συνομιλητές με διαφορετικές απόψεις
    παράδειγμα  Representatives of all parties will participate equally in the debate.
    Στη συζήτηση θα συμμετάσχουν ισότιμα οι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων.
    παράδειγμα  a pre-election (televised) debate - προεκλογικό ντιμπέιτ
    παράδειγμα  a (TV) debate of political leaders - τηλεμαχία των πολιτικών αρχηγών
  2. η συζήτηση, ένα επιχείρημα που εκφράζει διαφορετικές απόψεις
    παράδειγμα  This issue has sparked heated debates.
    Το θέμα αυτό προκάλεσε σφοδρές συζητήσεις.
    παράδειγμα  He gave it without any debate.
    Το έδωσε χωρίς συζήτηση.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενεστώτας debate
γ΄ ενικό ενεστώτα debates
αόριστος debated
παθητική μετοχή debated
ενεργητική μετοχή debating

debate (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ κάτι, ειδικά επίσημα, πριν πάρω μια απόφαση ή βρω μια λύση
    παράδειγμα  The bill will be debated tomorrow.
    Το νομοσχέδιο θα συζητηθεί αύριο.
    παράδειγμα  There’s no use in debating him.
    Δεν βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) το συζητώ, σκέφτομαι, λογαριάζω, αν είναι σκόπιμο να πράξω κάτι
    παράδειγμα  I am debating (myself/with myself) whether it’s in my best interest to resign now.
    Το συζητώ, αν με συμφέρει να παραιτηθώ τώρα.
    παράδειγμα  I am not going to debate this possibility.
    Το ενδεχόμενο αυτό δεν το συζητώ.