debate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- debate < μέση αγγλική debaten < παλαιά γαλλική dibatre < λατινική dis- + battuere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος battuo (χτυπώ, μάχομαι) < γαλατική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰedʰ- (σκάβω) ή *bʰat- (χτυπώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɪˈbeɪt/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : de‐bate
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
debate | debates |
debate (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η συζήτηση, ο επίσημος διάλογος με ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα σε συνομιλητές με διαφορετικές απόψεις
- η συζήτηση, ένα επιχείρημα που εκφράζει διαφορετικές απόψεις
- ⮡ This issue has sparked heated debates.
- Το θέμα αυτό προκάλεσε σφοδρές συζητήσεις.
- ⮡ He gave it without any debate.
- Το έδωσε χωρίς συζήτηση.
- ⮡ This issue has sparked heated debates.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενεστώτας | debate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | debates |
αόριστος | debated |
παθητική μετοχή | debated |
ενεργητική μετοχή | debating |
debate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ κάτι, ειδικά επίσημα, πριν πάρω μια απόφαση ή βρω μια λύση
- ⮡ The bill will be debated tomorrow.
- Το νομοσχέδιο θα συζητηθεί αύριο.
- ⮡ There’s no use in debating him.
- Δεν βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
- ⮡ The bill will be debated tomorrow.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) το συζητώ, σκέφτομαι, λογαριάζω, αν είναι σκόπιμο να πράξω κάτι
- ⮡ I am debating (myself/with myself) whether it’s in my best interest to resign now.
- Το συζητώ, αν με συμφέρει να παραιτηθώ τώρα.
- ⮡ I am not going to debate this possibility.
- Το ενδεχόμενο αυτό δεν το συζητώ.
- ⮡ I am debating (myself/with myself) whether it’s in my best interest to resign now.