Ετυμολογία

επεξεργασία
ντιμπέιτ < αγγλική debate < παλαιά γαλλική dibatre < λατινική dis- + battuere, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος battuo (χτυπώ, μάχομαι) < γαλατική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰedʰh₂- (σκάβω) ή *bʰew-- (χτυπώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ντιμπέιτ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία