Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔnʋʃˈmɑk/

konuşmak (tr)

  1. μιλώ, βγάζω φωνή από το στόμα, με σκοπό συνήθως την επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.
    Kendi kendime konuşuyorum - Μόνος μου μιλώ
  2. μιλώ, επικοινωνώ με κάποιον.
  3. μιλώ, ξέρω να χειρίζομαι μια άλλη γλώσσα.
    Japonca konuşuyor, hiçbir şey anlamıyorum! - Μιλάει ιαπωνικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα!
  4. μιλώ, εκφράζω τη γνώμη μου.
  5. μιλώ, αγορεύω, εκφωνώ έναν λόγο μπροστά σε κοινό.
    Başbakan yedi buçukta konuşacak. - Ο πρωθυπουργός θα μιλήσει στις εφτά και μισή.
  6. μιλώ, διατηρώ καλές σχέσεις με κάποιον.

Συγγενικά

επεξεργασία