Ετυμολογία

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔnʋʃˈmɑ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

konuşma (tr)

  1. ο λόγος, η ικανότητα του ανθρώπου να επικοινωνεί με τη γλώσσα και η ίδια η γλώσσα ως οργανωμένο σύστημα σημείων
  2. ο λόγος, δημόσια ομιλία

Συγγενικά

επεξεργασία