συζητητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συζητητικός < ελληνιστική κοινή συζητητικός
Επίθετο επεξεργασία
συζητητικός
- που έχει σχέση με τη συζήτηση ή αναφέρεται σ' αυτή, διαλεκτικός, που αφορά διάλογο ή διαλεκτική
Συγγενικά επεξεργασία
- συζητητικά
- → δείτε τις λέξεις συζητώ και ζητώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
συζητητικός