συνομιλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνομιλώ < ελληνιστική κοινή συνομιλέω / συνομιλῶ < σύν + αρχαία ελληνική ὁμιλέω / ὁμιλῶ < ὅμῑλος < ὁμός + -ιλος[1] ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική converser)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.no.miˈlo/
Ρήμα
επεξεργασία
συνομιλώ
- μιλάω με κάποιον άλλον ή άλλους, ανταλλάσσουμε απόψεις για κάποια θέματα
Συγγενικά
επεξεργασία- συνομιλητής
- συνομιλήτρια
- συνομιλία
- → δείτε τις λέξεις συν, ομιλώ και όμιλος