συνομιλώ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνομιλώ < ελληνιστική κοινή συνομιλέω / συνομιλῶ < σύν + αρχαία ελληνική ὁμιλέω / ὁμιλῶ < ὅμῑλος < ὁμός + -ιλος[1] ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική converser)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.no.miˈlo/
ΡήμαΕπεξεργασία
συνομιλώ
- μιλάω με κάποιον άλλον ή άλλους, ανταλλάσσουμε απόψεις για κάποια θέματα
Επεξεργασία
- συνομιλητής
- συνομιλήτρια
- συνομιλία
- → δείτε τις λέξεις συν, ομιλώ και όμιλος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
- ↑ «όμιλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.