ὁμιλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ὁμιλέω-ὁμιλῶ | ὁμιλέομαι-ὁμιλοῦμαι |
Παρατατικός | ὡμίλεον-ὡμίλουν | ὡμιλοεόμην-ὡμιλούμην |
Μέλλοντας | ὁμιλήσω | ὁμιλήσομαι & ὁμιληθήσομαι |
Αόριστος | ὡμίλησα | ὡμιλησάμην & ὡμιλήθην |
Παρακείμενος | ὡμίληκα | ὡμίλημαι |
Υπερσυντέλικος | ὡμιλήκειν | ὡμιλήμην |
Συντελ.Μέλλ. | ὡμιληκώς ἔσομαι | ὡμιλημένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ὁμιλέω < ὅμιλος