Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διάλογος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διάλογ
ος
οι
διάλογ
οι
γενική
του
διαλόγ
ου
των
διαλόγ
ων
αιτιατική
τον
διάλογ
ο
τους
διαλόγ
ους
κλητική
διάλογ
ε
διάλογ
οι
Κατηγορία
όπως «
άνθρωπος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διάλογος
<
(
διαχρονικό
δάνειο
)
αρχαία ελληνική
διάλογος
. Συγχρονικά αναλύεται σε
διά-
+
λόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διάλογος
αρσενικό
η
συζήτηση
μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων, τα
λόγια
που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διάλογος
αγγλικά
:
dialogue
(en)
,
debate
(en)
γαλλικά
:
dialogue
(fr)
εσπεράντο
:
dialogo
(eo)
πολωνικά
:
dialog
(pl)
τσεχικά
:
dialog
(cs)