Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διάλογος οι διάλογοι
      γενική του διαλόγου των διαλόγων
    αιτιατική τον διάλογο τους διαλόγους
     κλητική διάλογε διάλογοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάλογος. Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάλογος αρσενικό

  • η συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων, τα λόγια που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης

  Μεταφράσεις επεξεργασία