ασυζητητί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυζητητί < ασυζήτητος + -ί < α- + συζητώ
Επίρρημα
επεξεργασίαασυζητητί
- (λόγιο) (νεολογισμός) για κάτι που το δεχόμαστε χωρίς συζήτηση,
- επειδή θεωρείται απολύτως βέβαιο
- (κατ’ επέκταση) επειδή δεν επιδέχεται αντίρρηση
- Η αλήθεια είναι πως το γεγονός ότι οι Γερμανοί ηγέτες συζητούν με εθελόδουλους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι πρόθυμα υπακούουν ασυζητητί σε οποιαδήποτε απαίτηση του Βερολίνου, δεν τους βοηθά να αντιληφθούν την έκταση της οργής και του μίσους που προκαλεί η πολιτική που επιβάλλουν στην ΕΕ. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυζητητί