αναντίρρητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αναντίρρητα < αναντίρρητος
Επίρρημα
επεξεργασία
αναντίρρητα
- χωρίς κανείς να φέρνει αντίρρηση
- η χώρα μας έχει αναντίρρητα έναν πανάρχαιο και αξιόλογο πολιτισμό
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναντίρρητα