Δείτε επίσης: συζητώ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

συζητέω, συνηρημ.: συζητῶ, παθητικό συζητέομαι

  1. εξετάζω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους ένα ζήτημα
    Ὦ Ἄνυτε, συζήτησον, ἐμοί τε καὶ τῷ σαυτοῦ ξένῳ Μένωνι (Πλάτων, Μένων, 90.b.5)
  2. αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων

Κλίση επεξεργασία