ζητέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαζητέω -ζητῶ
- αναζητώ, ερευνώ, εξετάζω, ρωτώ σχετικά με κάτι
- ζητῶ καὶ ἐρευνῶ κατὰ τὸν θεὸν καὶ τῶν ἀστῶν καὶ ξένων ἄν τινα οἴωμαι σοφὸν εἶναι
- ... φήνειεν τὸ ζητούμενον, μένουσι δὲ δῆλον οὐδέν. (ισως φτάσουμε στο ζητούμενο, αλλιώς αν μείνουμε άπραγοι, τίποτα δεν θα φανερωθεί)
- ψάχνω, ιχνηλατώ, ανιχνεύω
- λαγῶ ἀπειρηκότα ζητεῖν
- ζητώ, απαιτώ, επιθυμώ, έχω την ανάγκη, βρίσκομαι στην ανάγκη να ζητήσω
- τῶν πράξεων παρὰ τοῦ στρατηγοῦ τὸν λόγον ζητοῦντες (απαιτώντας να σας δώσει λογαριασμό για τις πράξεις του ο στρατηγός -Δημοσθένης)
- ἵνα μὴ ζητέοιεν σιτία (για να μην τους λείψουν -Ηρόδοτος)