ερευνητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ερευνητικός < ελληνιστική κοινή ἐρευνητικός < ἐρευνητής < αρχαία ελληνική ἐρευνάω < ἔρευνα
Επίθετο
επεξεργασίαερευνητικός
Συγγενικά
επεξεργασία- ερευνητικά
- ερευνητικότητα
- → δείτε τη λέξη έρευνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ερευνητικός