Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ἐρευνάω και ἐρευνίω και ἐραυνάω

  1. ψάχνω, αναζητώ
  2. ερευνώ
  3. εξερευνώ

  Αναφορές επεξεργασία

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883