ζητητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζητητικός < αρχαία ελληνική ζητητικός < ζητητής < ζητέω
Επίθετο επεξεργασία
ζητητικός
- (λόγιο) που ζητά, αναζητά ή διερευνεί κάτι (πνευματικό)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ζητώ