Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ze.te.tik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
zététique zététiques

zététique (fr) αρσενικό ή θηλυκό