ζήτημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζήτημα | τα | ζητήματα |
γενική | του | ζητήματος | των | ζητημάτων |
αιτιατική | το | ζήτημα | τα | ζητήματα |
κλητική | ζήτημα | ζητήματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζήτημα < αρχαία ελληνική ζήτημα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζήτημα ουδέτερο
- αυτό που ζητώ να βρω, να λύσω, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αντιμετωπίσω
- σημαντικό θέμα που μας απασχολεί
- ερώτημα σε διαγώνισμα
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζήτημα ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζήτημα ουδέτερο