πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζήτημα τα ζητήματα
      γενική του ζητήματος των ζητημάτων
    αιτιατική το ζήτημα τα ζητήματα
     κλητική ζήτημα ζητήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζήτημα ουδέτερο

  • αυτό που ζητώ να βρω, να λύσω, να εξηγήσω, να ερμηνεύσω, να αντιμετωπίσω
  1. σημαντικό θέμα που μας απασχολεί
  2. ερώτημα σε διαγώνισμα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
ζήτημα < ζητέω (ζητῶ)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζήτημα ουδέτερο

  1. απαίτηση



Ετυμολογία

επεξεργασία
ζήτημα < ζητέω (ζητῶ)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζήτημα ουδέτερο

  1. ζητούμενο, αυτό που ζητάμε
  2. έρευνα, εξέταση
  3. διένεξη, διαφορά