Δείτε επίσης: ἰχνηλατῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

ιχνηλατώ, αόρ.: ιχνηλάτησα, παθ.φωνή: ιχνηλατούμαι, π.αόρ.: ιχνηλατήθηκα, μτχ.π.π.: ιχνηλατημένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία