trace
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
trace | traces |
trace (en)
- το ίχνος, το χνάρι
- ⮡ The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
- ⮡ The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
- το ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
- (μαθηματικά) το άθροισμα των στοιχείων της διαγωνίου ενός τετραγωνικού πίνακα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | trace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | traces |
αόριστος | traced |
παθητική μετοχή | traced |
ενεργητική μετοχή | tracing |
trace (en)
- ακολουθώ τα ίχνη κάποιου
- σχεδιάζω, χαράζω
- ξεπατικώνω, αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtrace (fr) θηλυκό