Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trace traces

trace (en)

  1. το ίχνος, το χνάρι
    ⮡  The coroner noted that no traces of sexual violence had been found on the girl’s body nor were there any indications of recent intercourse.
    Ο ιατροδικαστής σημείωνε ότι δεν είχαν βρεθεί ίχνη σεξουαλικής βίας πάνω στο κορμί της κοπέλας ούτε και ενδείξεις πρόσφατης συνουσίας.
  2. το ίχνος, πολύ μικρή ποσότητα
  3. (μαθηματικά) το άθροισμα των στοιχείων της διαγωνίου ενός τετραγωνικού πίνακα
ενεστώτας trace
γ΄ ενικό ενεστώτα traces
αόριστος traced
παθητική μετοχή traced
ενεργητική μετοχή tracing

trace (en)

  1. ακολουθώ τα ίχνη κάποιου
  2. σχεδιάζω, χαράζω
  3. ξεπατικώνω, αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

trace (fr) θηλυκό