Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεπατικώνω < ξε- + πατικώνω

ξεπατικώνω

  1. αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί
  2. (μεταφορικά) αντιγράφω, μιμούμαι κάτι ή κάποιον
    το παιδί έχει ξεπατικώσει όλες τις κινήσεις του πατέρα του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία