Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπατικώνω < ξε- + πατικώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεπατικώνω

  1. αντιγράφω ένα σχέδιο πάνω σε διαφανές χαρτί
  2. (μεταφορικά) αντιγράφω, μιμούμαι κάτι ή κάποιον
    το παιδί έχει ξεπατικώσει όλες τις κινήσεις του πατέρα του

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία