copier
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
copier | copiers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcopier (en)
- (τεχνολογία) το φωτοτυπικό/φωτοαντιγραφικό μηχάνημα, το φωτοαντιγραφικό
- ⮡ We need a good copier.
- Χρειαζόμαστε ένα καλό φωτοαντιγραφικό.
- ≈ συνώνυμα: photocopier
- ⮡ We need a good copier.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- copier στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcopier (fr)