ενικός         πληθυντικός  
copier copiers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
copier < copy + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

copier (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • copier στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔ.pje/
 

copier (fr)

  1. αντιγράφω, κοπιάρω
  2. μιμούμαι, ξεπατικώνω