Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπιάρω < copiar(e) + < (άμεσο δάνειο) ιταλική copiare[1]

  Ρήμα επεξεργασία

κοπιάρω, αόρ.: κοπιάρισα/κόπιαρα, παθ.φωνή: κοπιάρομαι, π.αόρ.: κοπιαρίστηκα, μτχ.π.π.: κοπιαρισμένος

  1. (προφορικό) αντιγράφω πανομοιότυπα ένα κείμενο ή έργο
  2. (προφορικό) μιμούμαι ένα πρόσωπο ή πράγμα, αντιγράφοντας κατ' ακρίβειαν τα χαρακτηριστικά του
    Κάποιος κάποτε δημιούργησε το πρωτότυπο κι από εκεί έχει κοπιαριστεί τόσες φορές που δεν ξέρει πια κανένας από που ξεκίνησε.

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία