Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπιαρισμένος η κοπιαρισμένη το κοπιαρισμένο
      γενική του κοπιαρισμένου της κοπιαρισμένης του κοπιαρισμένου
    αιτιατική τον κοπιαρισμένο την κοπιαρισμένη το κοπιαρισμένο
     κλητική κοπιαρισμένε κοπιαρισμένη κοπιαρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπιαρισμένοι οι κοπιαρισμένες τα κοπιαρισμένα
      γενική των κοπιαρισμένων των κοπιαρισμένων των κοπιαρισμένων
    αιτιατική τους κοπιαρισμένους τις κοπιαρισμένες τα κοπιαρισμένα
     κλητική κοπιαρισμένοι κοπιαρισμένες κοπιαρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

κοπιαρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία