πανομοιότυπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανομοιότυπα < πανομοιότυπ(ος) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.no.miˈo.ti.pa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐νο‐μοι‐ό‐τυ‐πα
Επίρρημα
επεξεργασίαπανομοιότυπα
- με πανομοιότυπο τρόπο, χωρίς αλλαγές
Μεταφράσεις
επεξεργασία πανομοιότυπα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπανομοιότυπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πανομοιότυπο, ουδέτερο του πανομοιότυπος