Ετυμολογία

επεξεργασία
πατικώνω < μεσαιωνική ελληνική πατίκιν[1] [2] < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ < πάτος

πατικώνω (παθητική φωνή: πατικώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πατικώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πατίκιν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)