ξεπατικωτούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ξεπατικωτούρα | οι | ξεπατικωτούρες |
γενική | της | ξεπατικωτούρας | — | |
αιτιατική | την | ξεπατικωτούρα | τις | ξεπατικωτούρες |
κλητική | ξεπατικωτούρα | ξεπατικωτούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ξεπατικωτούρα < ξεπατικώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαξεπατικωτούρα θηλυκό
- το πιστό αντίγραφο, όπως για παράδειγμα το αντίγραφο που δημιουργείται με τη χρήση διαφανούς χαρτιού ή με χρήση καρμπόν
- ※ Τον έβλεπε που κοιταζόταν στο τζάμι Έφτιαχνε το μαλλί, έπαιρνε κρυφές πόζες, ξεπατικωτούρα από τιβί, νομίζοντας ότι κανείς δεν τον παρακολουθούσε.(Αλέξης Σταμάτης, Μπορείς να κλάψεις μες στο νερό;, 2012)
- ※ Όλα τα στραβά του, ξεπατικωτούρα με καρμπόν ! Έτσι ακριβώς μου τόνιζε .. (Παναγιώτης Μέντης, Άπαντα τα θεατρικά, τόμος 1, 2007, σελ. 39)
- ※ Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι ξεπατικωτούρες των χαρακτήρων της αμερικανικής παραγωγής (Το Βήμα, 28/3/2014 [1])