ιχνηλασιμότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιχνηλασιμότητα < ιχνηλάσιμος + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχνηλασιμότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ιχνηλάσιμου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιχνηλασιμότητα
|
ιχνηλασιμότητα θηλυκό
|