ιχνηλάσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
ιχνηλάσιμος < ιχνηλασία (< ίχνος) + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
ιχνηλάσιμος, -η, -ο
- αυτός του οποίου η πορεία δύναται να χαρτογραφηθεί μέσω τωναποτυπωμάτων που αφήνει
ιχνηλάσιμος < ιχνηλασία (< ίχνος) + -ιμος
ιχνηλάσιμος, -η, -ο