ιχνηλασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιχνηλασία < (ελληνιστική κοινή) ἰχνηλασία < ἴχνος + ἐλαύνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.xni.laˈsi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιχνηλασία θηλυκό
- η αναζήτηση των ιχνών κάποιου, η παρακολούθηση