πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακολούθηση οι παρακολουθήσεις
      γενική της παρακολούθησης* των παρακολουθήσεων
    αιτιατική την παρακολούθηση τις παρακολουθήσεις
     κλητική παρακολούθηση παρακολουθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακολουθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.koˈlu.θi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρακολούθηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρακολούθηση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παρακολουθώ
    • η συστηματική παρατήρηση των κινήσεων, των δραστηριοτήτων κάποιου που γίνεται κρυφά
    • η παρατήρηση με το βλέμμα ή και την ακοή ενός οργανωμένου θεάματος ή ακροάματος, κάποιων κινήσεων ή δραστηριοτήτων
    • η συμμετοχή σε κάποιες (κυρίως πνευματικές) δραστηριότητες
    • η συστηματική παρατήρηση με σκοπό την ενημέρωση ή την πληροφόρηση σχετικά με την εξέλιξη ή τη μεταβολή μιας κατάστασης, διαδικασίας κτλ.
  2. (ιατρική) τακτική εξέταση ασθενούς κατόπιν θεραπείας ή χειρουργείου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια