tracking
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
tracking | trackings |
tracking (en)
- η ιχνηλασία, η ιχνηλάτηση, η παρακολούθηση
- ↪ location tracking - παρακολούθηση τοποθεσίας
- ↪ tracking of a case - παρακολούθηση μιας υπόθεσης
- ≈ συνώνυμα: monitoring, surveillance
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
tracking (en)