ιχνηλάτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ιχνηλάτηση | οι | ιχνηλατήσεις |
γενική | της | ιχνηλάτησης* | των | ιχνηλατήσεων |
αιτιατική | την | ιχνηλάτηση | τις | ιχνηλατήσεις |
κλητική | ιχνηλάτηση | ιχνηλατήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιχνηλατήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ιχνηλάτηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ιχνηλατώ
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιχνηλάτηση
|