ιχνηλατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιχνηλατικός < ελληνιστική κοινή ἰχνηλατικός
Επίθετο
επεξεργασίαιχνηλατικός
- που έχει σχέση με την ιχνηλάτηση ή τον ιχνηλάτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ιχνηλατώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιχνηλατικός
|