διαγωνισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαγωνισμός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διαγωνισμός (έντονη προσπάθεια)[1] < αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι <διά + ἀγωνίζομαι < ἀγών < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.ɣo.niˈzmos.ɣo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐γω‐νι‐σμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαγωνισμός αρσενικό
- διαδικασία γραπτών, προφορικών ή άλλων εξετάσεων και δοκιμασιών για τη διεκδίκηση μιας εργασίας, βραβείου κ.λπ.
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, αγώνας και άγω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαγωνισμός
- ↑ διαγωνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.