Δείτε επίσης: διαγώνισμα

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαγωνισμός οι διαγωνισμοί
      γενική του διαγωνισμού των διαγωνισμών
    αιτιατική τον διαγωνισμό τους διαγωνισμούς
     κλητική διαγωνισμέ διαγωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διαγωνισμός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική διαγωνισμός (έντονη προσπάθεια)[1] < αρχαία ελληνική διαγωνίζομαι <διά + ἀγωνίζομαι < ἀγών < ἄγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂eǵ- (ἄγω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.ɣo.niˈzmos.ɣo.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐γω‐νι‐σμός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

διαγωνισμός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, αγώνας και άγω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία