Δείτε επίσης: competition
      ενικός         πληθυντικός  
compétition compétitions

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compétition (fr) θηλυκό

  1. ο συναγωνισμός
  2. ο ανταγωνισμός
  3. ο διαγωνισμός