competition
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
competition | competitions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcompetition (en)
- ο διαγωνισμός, ο αγώνας, μια εκδήλωση στην οποία οι άνθρωποι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να βρουν ποιος τα καταφέρνει καλύτερα
- ↪ a poetry/painting/beauty competition - διαγωνισμός ποίησης/ζωγραφικής/ομορφιάς
- ↪ A competition was announced to fill ten vacant positions.
- Προκηρύσσεται διαγωνισμός για την πλήρωση δέκα κενών θέσεων.
- ↪ chess competitions - αγώνες σκακιού
- (μη μετρήσιμο) ο ανταγωνισμός, ο συναγωνισμός, μια κατάσταση στην οποία άνθρωποι ή οργανισμοί ανταγωνίζονται μεταξύ τους για κάτι που δεν μπορούν να έχουν όλοι
- ↪ free/trade competition - ελεύθερος/εμπορικός ανταγωνισμός
- ↪ cut-throat competition - εξοντωτικός ανταγωνισμός
- ↪ unfair competition - αθέμιτος ανταγωνισμός
- ↪ free economic competition - ελεύθερος οικονομικός συναγωνισμός
- ↪ Where there is competition there is also progress.
- Όπου υπάρχει συναγωνισμός υπάρχει και πρόοδος.
- (μόνο ενικός, the competition) οι ανταγωνιστές, οι άνθρωποι που ανταγωνίζονται κάποιον
- ↪ Go to the market and see what the competition is doing.
- Πήγαινε στην αγορά και βρες τι κάνουν οι ανταγωνιστές.
- ↪ Go to the market and see what the competition is doing.