Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειοδοτικός η μειοδοτική το μειοδοτικό
      γενική του μειοδοτικού της μειοδοτικής του μειοδοτικού
    αιτιατική τον μειοδοτικό τη μειοδοτική το μειοδοτικό
     κλητική μειοδοτικέ μειοδοτική μειοδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειοδοτικοί οι μειοδοτικές τα μειοδοτικά
      γενική των μειοδοτικών των μειοδοτικών των μειοδοτικών
    αιτιατική τους μειοδοτικούς τις μειοδοτικές τα μειοδοτικά
     κλητική μειοδοτικοί μειοδοτικές μειοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μειοδοτικός < μειοδότης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μειοδοτικός

  1. που έχει σχέση με τη μειοδοσία ή τον μειοδότη ή αναφέρεται σ’ αυτά
    μειοδοτικός διαγωνισμός
  2. (μεταφορικά) προδοτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία