μειοδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμειοδοτικός
- που έχει σχέση με τη μειοδοσία ή τον μειοδότη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- μειοδοτικός διαγωνισμός
- (μεταφορικά) προδοτικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μειοδοσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειοδοτικός
μειοδοτικός διαγωνισμός