Ετυμολογία

επεξεργασία
moins-disant < moins + disant

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό moins-disant moins-disants
θηλυκό moins-disante moins-disantes

moins-disant (fr)

  1. μικρότερη, λιγότερο ενδιαφέρουσα προσφορά από τις άλλες

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
moins-disant moins-disants

moins-disant (fr) αρσενικό

  1. αναθεώρηση μιας αξίας προς τα κάτω, προς ελάττωση

Αντώνυμα

επεξεργασία