moins-disant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | moins-disant | moins-disants |
θηλυκό | moins-disante | moins-disantes |
moins-disant (fr)
- μικρότερη, λιγότερο ενδιαφέρουσα προσφορά από τις άλλες
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
moins-disant | moins-disants |
moins-disant (fr) αρσενικό
- αναθεώρηση μιας αξίας προς τα κάτω, προς ελάττωση