Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

mieux-disant < mieux + disant

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mieux-disant mieux-disants
θηλυκό mieux-disante mieux-disantes

mieux-disant (fr)

  1. (παρωχημένο) που μιλά καλύτερα από τους άλλους
  2. μεγαλύτερη προσφορά από τις άλλες

Αντώνυμα επεξεργασία