Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
examination examinations

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

examination (en)

  1. η εξέταση (αρχαιοπρεπές: η βάσανος)
  2. η ιατρική εξέταση
  3. η γραπτή ή προφορική εξέταση (για να διαπιστωθούν οι γνώσεις του εξεταζομένου) → δείτε και τη λέξη τεστ