examination
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
examination | examinations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαexamination (en)
- (μετρήσιμο, επίσημο) η δοκιμασία, η εξέταση, ο διαγωνισμός, το διαγώνισμα, το τεστ, μια επίσημη γραπτή, προφορική ή πρακτική δοκιμασία, ειδικά στο σχολείο ή στο κολέγιο, για να ελέγξω πόσα ξέρω για ένα θέμα
- ⮡ a written/oral examination - γραπτή/προφορική δοκιμασία
- ⮡ entrance/preliminary/final exams - εισαγωγικές/προκριματικές/τελικές εξετάσεις
- ⮡ I did well in the exams.
- Πήγα καλά στις εξετάσεις.
- ⮡ There was a very difficult problem on the exam.
- Στις εξετάσεις μπήκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα.
- ⮡ an examination in math - διαγωνισμός στα μαθηματικά
- ⮡ I don’t have an exam in Spanish this month.
- Δεν έχω διαγώνισμα στα ισπανικά αυτόν τον μήνα.
- ≋ ταυτόσημα: exam
- ≈ συνώνυμα: test
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, η εξέταση, η πράξη του ελέγχω ή εξετάζω
- ⮡ baggage examination - έλεγχος αποσκευών
- ⮡ I subject someone to a close examination.
- Υποβάλλω κάποιον σε αυστηρό έλεγχο.
- ⮡ Upon examination, the bank notes proved to be forgeries.
- Ύστερα από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχτηκαν πλαστά.
- ⮡ the examination of a bill - η εξέταση ενός λογαριασμού
- ⮡ the examination of the accused - η εξέταση του κατηγορουμένου
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ιατρική εξέταση
Πηγές
επεξεργασία- examination - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 244, 279, 305. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμασία, έλεγχος, εξέταση