ενικός         πληθυντικός  
examination examinations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

examination (en)

  1. (μετρήσιμο, επίσημο) η δοκιμασία, η εξέταση, ο διαγωνισμός, το διαγώνισμα, το τεστ, μια επίσημη γραπτή, προφορική ή πρακτική δοκιμασία, ειδικά στο σχολείο ή στο κολέγιο, για να ελέγξω πόσα ξέρω για ένα θέμα
    ⮡  a written/oral examination - γραπτή/προφορική δοκιμασία
    ⮡  entrance/preliminary/final exams - εισαγωγικές/προκριματικές/τελικές εξετάσεις
    ⮡  I did well in the exams.
    Πήγα καλά στις εξετάσεις.
    ⮡  There was a very difficult problem on the exam.
    Στις εξετάσεις μπήκε ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα.
    ⮡  an examination in math - διαγωνισμός στα μαθηματικά
    ⮡  I don’t have an exam in Spanish this month.
    Δεν έχω διαγώνισμα στα ισπανικά αυτόν τον μήνα.
    ταυτόσημα: exam
     συνώνυμα: test
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο έλεγχος, η εξέταση, η πράξη του ελέγχω ή εξετάζω
    ⮡  baggage examination - έλεγχος αποσκευών
    ⮡  I subject someone to a close examination.
    Υποβάλλω κάποιον σε αυστηρό έλεγχο.
    ⮡  Upon examination, the bank notes proved to be forgeries.
    Ύστερα από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχτηκαν πλαστά.
    ⮡  the examination of a bill - η εξέταση ενός λογαριασμού
    ⮡  the examination of the accused - η εξέταση του κατηγορουμένου
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ιατρική εξέταση
    ⮡  He went to the hospital for a series of examinations.
    Πήγε στο νοσοκομείο για μια σειρά εξετάσεων.
    ⮡  A clinical examination is always important.
    Μία κλινική εξέταση είναι πάντα σημαντική.
    ταυτόσημα: exam