test
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
test | tests |
Ουσιαστικό
επεξεργασία- το τεστ, η εξέταση των γνώσεων ή των ικανοτήτων κάποιου
- ⮡ an endurance/intelligence test - τεστ αντοχής/νοημοσύνης
- ⮡ an individual/group test - ατομικό/ομαδικό τεστ
- ⮡ I undergo a test.
- Περνάω από τεστ.
- το τεστ, η ιατρική εξέταση από γιατρό για έλεγχο της κατάστασης της υγείας μου
- ⮡ The pregnancy test is positive/negative.
- Tο τεστ για εγκυμοσύνη είναι θετικό/αρνητικό.
- ⮡ blood/urine test - εξέταση αίματος/ούρων
- ⮡ test results - αποτελέσματα των εξετάσεων
- ⮡ The pregnancy test is positive/negative.
- το τεστ, η εξέταση, η δοκιμή, ο έλεγχος της λειτουργίας μιας μηχανής ή ενός προϊόντος
- ⮡ The car successfully passed all the endurance tests.
- Το αυτοκίνητο πέρασε με επιτυχία όλα τα τεστ αντοχής.
- ⮡ the engine test - η εξέταση της μηχανής
- ⮡ a speed test - δοκιμή ταχύτητας
- ⮡ The engine performed well in the tests.
- Η μηχανή απέδωσε καλά στις δοκιμές.
- ⮡ We need to do a test before we use it.
- Πρέπει να κάνουμε μια δοκιμή πριν το χρησιμοποιούμε.
- ⮡ machinery tests - μηχανήματα ελέγχου
- ⮡ The car successfully passed all the endurance tests.
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη examination
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | test |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tests |
αόριστος | tested |
παθητική μετοχή | tested |
ενεργητική μετοχή | testing |
test (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εξετάζω, υποβάλλω κάποιον σε έλεγχο με σκοπό να διαπιστώσω τις γνώσεις σε συγκεκριμένο θέμα
- ⮡ I will test your knowledge.
- Θα εξετάσω τος γνώσεις σου.
- ⮡ I will test your knowledge.
- (αμετάβατο) κάνω καλά/άσχημα σε ένα τεστ γνώσεων ή ικανοτήτων
- ⮡ There are people who test well on exams and people who don’t.
- Υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν καλά στις εξετάσεις και άνθρωποι που δεν κάνουν καλά.
- ⮡ There are people who test well on exams and people who don’t.
- (μεταβατικό) εξετάζω το αίμα, ένα μέρος του σώματος κτλ. για να μάθω τι συμβαίνει με έναν άνθρωπο ή για να ελέγξω την κατάσταση της υγείας του
- ⮡ The doctor tested my eyesight.
- Ο γιατρός εξέτασε την όρασή μου.
- ⮡ The doctor tested my eyesight.
- (αμετάβατο) βρέθηκα θετικός/αρνητικός σε κάτι
- ⮡ Two athletes tested positive for steroids.
- Δύο αθλητές βρέθηκαν θετικοί στα στεροειδή.
- ⮡ If you tested positive for coronavirus…
- Εάν βρεθείτε θετικοί στον κορονοϊό…
- ⮡ Two athletes tested positive for steroids.
- (μεταβατικό) δοκιμάζω μηχάνημα, ουσία, ιδέα κτλ. για να μάθω πόσο καλά λειτουργεί ή να μάθω περισσότερες πληροφορίες γι' αυτό
- ⮡ I am testing the pen to see if it writes/the knife to see if it cuts.
- Δοκιμάζω το στιλό αν γράφει/το μαχαίρι αν κόβει.
- ⮡ They tested the product’s effectiveness.
- Δοκίμασαν την αποτελεσματικότητα του προϊόντος.
- ⮡ The medicine has not yet been tested on humans.
- Το φάρμακο δεν έχει δοκιμαστεί ακόμη σε ανθρώπους.
- ⮡ I am testing the pen to see if it writes/the knife to see if it cuts.
Πηγές
επεξεργασία- test (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- test (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 245, 279, 305, 875. ISBN 9780194325684., λήμμα: δοκιμή, έλεγχος, εξέταση, τεστ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
test | tests |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtest (fr) αρσενικό