δοκιμασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοκιμασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκιμασία < δοκιμάζω (εξετάζω, ερευνώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοκιμασία θηλυκό
- η δοκιμή
- δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζει κάποιος και τον αναγκάζει να δοκιμάσει τις αντοχές του· ταλαιπωρία
- ※ Μπορεί μέσα απ' αυτή τη δοκιμασία να προκύψει κάτι καλό. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- (πολιτική) έλεγχος ώστε να βεβαιωθεί η καταλληλότητα υποψηφίου για να αναλάβει δημόσιο λειτούργημα → δείτε την αρχαία σημασία δοκιμασία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Δοκιμασία στη Βικιπαίδεια Αττικό δίκαιο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δοκιμασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δοκιμασίᾱ | αἱ | δοκιμασίαι |
γενική | τῆς | δοκιμασίᾱς | τῶν | δοκιμασιῶν |
δοτική | τῇ | δοκιμασίᾳ | ταῖς | δοκιμασίαις |
αιτιατική | τὴν | δοκιμασίᾱν | τὰς | δοκιμασίᾱς |
κλητική ὦ! | δοκιμασίᾱ | δοκιμασίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοκιμασίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δοκιμασίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δοκιμασία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοκιμασία θηλυκό
- (για εφήβους) η μετάβαση στην ανδρική ηλικία, εξέταση, έλεγχος πριν την είσοδο των εφήβων στην ενήλικη ζωή, για να αποκτήσουν τα δικαιώματα των ενηλίκων
- (πολιτική) έλεγχος για δημόσιο λειτούργημα (Ξενοφών, [Απομνημονεύματα ({βθ|Ξενοφών)/Β|Απομνημονεύματα ΙΙ, 2,13}}</ref>
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.38
- ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἁπάντων τῶν περὶ τὴν αἵρεσιν καὶ τὴν δοκιμασίαν κατημελημένων ἴδοιμεν ἂν τοὺς ἐν τοῖς ἄλλοις πράγμασιν οὐκ ἀνεκτοὺς ὄντας, ἐπειδὰν εἰς Ἄρειον πάγον ἀναβῶσιν, ὀκνοῦντας τῇ φύσει χρῆσθαι καὶ μᾶλλον τοῖς ἐκεῖ νομίμοις ἢ ταῖς αὑτῶν κακίαις ἐμμένοντας.
- Γιατί ακόμη και τώρα που έχουν παραμεληθεί όλα τα σχετικά με την εκλογή και τη δοκιμασία αρχόντων, θα μπορούσαμε να δούμε ανθρώπους που σε άλλα γενικά πράγματα δεν είναι ανεκτοί, όταν γίνουν μέλη της Βουλής του Αρείου Πάγου να διστάζουν να εκδηλώνουν τον χαρακτήρα τους, και να δείχνουν περισσότερη διάθεση συμμόρφωσης προς τους θεσμούς που ισχύουν εκεί παρά να εμμένουν στις κακίες τους.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek-language.gr
- ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἁπάντων τῶν περὶ τὴν αἵρεσιν καὶ τὴν δοκιμασίαν κατημελημένων ἴδοιμεν ἂν τοὺς ἐν τοῖς ἄλλοις πράγμασιν οὐκ ἀνεκτοὺς ὄντας, ἐπειδὰν εἰς Ἄρειον πάγον ἀναβῶσιν, ὀκνοῦντας τῇ φύσει χρῆσθαι καὶ μᾶλλον τοῖς ἐκεῖ νομίμοις ἢ ταῖς αὑτῶν κακίαις ἐμμένοντας.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.38
- (για ρήτορες) δικαστική ενέργεια, για να εξακριβωθεί το δικαίωμα του λόγου στην εκκλησία του Δήμου ή στα δικαστήρια
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δοκιμασία - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δοκιμασία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοκιμασία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.