↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκιμασία οι δοκιμασίες
      γενική της δοκιμασίας των δοκιμασιών
    αιτιατική τη δοκιμασία τις δοκιμασίες
     κλητική δοκιμασία δοκιμασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκιμασία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκιμασία < δοκιμάζω (εξετάζω, ερευνώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοκιμασία θηλυκό

  1. η δοκιμή
  2. δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζει κάποιος και τον αναγκάζει να δοκιμάσει τις αντοχές του· ταλαιπωρία
    ※  Μπορεί μέσα απ' αυτή τη δοκιμασία να προκύψει κάτι καλό. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
  3. (πολιτική) έλεγχος ώστε να βεβαιωθεί η καταλληλότητα υποψηφίου για να αναλάβει δημόσιο λειτούργημα → δείτε την αρχαία σημασία δοκιμασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοκιμασί αἱ δοκιμασίαι
      γενική τῆς δοκιμασίᾱς τῶν δοκιμασιῶν
      δοτική τῇ δοκιμασί ταῖς δοκιμασίαις
    αιτιατική τὴν δοκιμασίᾱν τὰς δοκιμασίᾱς
     κλητική ! δοκιμασί δοκιμασίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοκιμασί
γεν-δοτ τοῖν  δοκιμασίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκιμασία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοκιμασία θηλυκό

  1. (για εφήβους) η μετάβαση στην ανδρική ηλικία, εξέταση, έλεγχος πριν την είσοδο των εφήβων στην ενήλικη ζωή, για να αποκτήσουν τα δικαιώματα των ενηλίκων
  2. (πολιτική) έλεγχος για δημόσιο λειτούργημα (Ξενοφών, [Απομνημονεύματα ({βθ|Ξενοφών)/Β|Απομνημονεύματα ΙΙ, 2,13}}</ref>
    ※  4oς αιώνας πκε Ισοκράτης, Ἀρεοπαγιτικός, 7.38
    ἔτι γὰρ καὶ νῦν ἁπάντων τῶν περὶ τὴν αἵρεσιν καὶ τὴν δοκιμασίαν κατημελημένων ἴδοιμεν ἂν τοὺς ἐν τοῖς ἄλλοις πράγμασιν οὐκ ἀνεκτοὺς ὄντας, ἐπειδὰν εἰς Ἄρειον πάγον ἀναβῶσιν, ὀκνοῦντας τῇ φύσει χρῆσθαι καὶ μᾶλλον τοῖς ἐκεῖ νομίμοις ἢ ταῖς αὑτῶν κακίαις ἐμμένοντας.
    Γιατί ακόμη και τώρα που έχουν παραμεληθεί όλα τα σχετικά με την εκλογή και τη δοκιμασία αρχόντων, θα μπορούσαμε να δούμε ανθρώπους που σε άλλα γενικά πράγματα δεν είναι ανεκτοί, όταν γίνουν μέλη της Βουλής του Αρείου Πάγου να διστάζουν να εκδηλώνουν τον χαρακτήρα τους, και να δείχνουν περισσότερη διάθεση συμμόρφωσης προς τους θεσμούς που ισχύουν εκεί παρά να εμμένουν στις κακίες τους.
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek-language.gr
  3. (για ρήτορες) δικαστική ενέργεια, για να εξακριβωθεί το δικαίωμα του λόγου στην εκκλησία του Δήμου ή στα δικαστήρια

Συγγενικά

επεξεργασία