δοκιμαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοκιμαστικός < δοκιμάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðo.ci.ma.stiˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ðo.ci.ma.stiˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ðo.ci.ma.stiˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαδοκιμαστικός, -ή, -ό
- που έχει το χαρακτήρα της δοκιμής
- δοκιμαστική πτήση