↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δοκιμαστήριο τα δοκιμαστήρια
      γενική του δοκιμαστηρίου
δοκιμαστήριου
των δοκιμαστηρίων
    αιτιατική το δοκιμαστήριο τα δοκιμαστήρια
     κλητική δοκιμαστήριο δοκιμαστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκιμαστήριο < (δοκιμάζω) δοκιμασ- + -τήριον > -τήριο. Δείτε και το ελληνιστικό δοκιμαστήριον (τρόπος ελέγχου).[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðo.ci.maˈsti.ɾi.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δοκιμαστήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία