δοκιμαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδοκιμαστής < αρχαία ελληνική δοκιμαστής < δοκιμάζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδοκιμαστής αρσενικό ((θ|δοκιμάστρια}}
Μεταφράσεις
επεξεργασία δοκιμαστής
|
δοκιμαστής < αρχαία ελληνική δοκιμαστής < δοκιμάζω + -τής
δοκιμαστής αρσενικό ((θ|δοκιμάστρια}}
|