probatoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
probatoire | probatoires |
Επίθετο επεξεργασία
probatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που γίνεται για να αποδείξει κάποιος τις ικανότητές του, δοκιμαστικός
ενικός | πληθυντικός |
probatoire | probatoires |
probatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό